εσκεμμένα
Смотреть что такое "εσκεμμένα" в других словарях:
ἐσκεμμένα — σκέπτομαι look perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐσκεμμένᾱ , σκέπτομαι look perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐσκεμμένᾱ , σκέπτομαι look perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσκεμμένας — ἐσκεμμένᾱς , σκέπτομαι look perf part mp fem acc pl ἐσκεμμένᾱς , σκέπτομαι look perf part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακεδαιμόνιος — (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός, γιος του Κίμωνα. Ο πατέρας του τον ονόμασε έτσι, για τους ίδιους λόγους που είχε ονομάσει και τους δύο άλλους γιους του Θεσσαλό και Ηλείο, επειδή δηλαδή ήθελε ο οίκος του να είναι γνήσιος ελληνικός και να… … Dictionary of Greek
άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… … Dictionary of Greek
απόστα — κ. ξαπόστα επίρρ. [ιταλ. a posta] επίτηδες, εσκεμμένα … Dictionary of Greek
επίτηδες — (Α ἐπίτηδες και ἐπιτηδές) επίρρ. γι’ αυτόν τον σκοπό ή για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, εσκεμμένα (α. «τό έκανε επίτηδες» β. «ἐς δ’ ἐρέτας ἐπιτηδὲς ἀγείρομεν», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. με πονηριά, προσποιητά, απατηλά («ἦ μὴν ἐρεῑν σοι τἀπὸ καρδίας σαφῶς καὶ… … Dictionary of Greek
εσκεμμένως — και εσκεμμένα (AM ἐσκεμμένως) επίρρ. 1. με ενσυνείδητη πρόθεση, εκ προμελέτης: 2. με περίσκεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσκεμμένος, μτχ. παρακμ. τού σκέπτομαι*] … Dictionary of Greek
πρόβουλος — ο / πρόβουλος, ον, ΝΑ (στην αρχαία Αθήνα) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρόβουλοι α) άνδρες κοινής εμπιστοσύνης που εκλέγονταν από τις αρχαίες ελληνικές πόλεις σε κρίσιμες στιγμές για να αποφασίσουν για πολιτικά ζητήματα ή για να εποπτεύουν τη… … Dictionary of Greek
πρόνοια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προνοίη Α [πρόνους] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προνοώ, η εκ τών προτέρων σκέψη, η πρόβλεψη (α. «είχε την πρόνοια να μην τό διακινδυνεύσει» β. «οὐ τῇ ἐμῇ προνοίᾳ μᾱλλον ἐγίγνετο ἢ τύχῃ», Αντιφ.) 2. σύνεση, περίσκεψη 3 … Dictionary of Greek
σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… … Dictionary of Greek
Θηραμένης — (451; – 404 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Ήταν μετριοπαθής ολιγαρχικός. Συνεργάστηκε στην κατάλυση της δημοκρατίας το 411 π.Χ. και αποτέλεσε μέλος του συμβουλίου των Τετρακοσίων. Μετά την πτώση τους διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη… … Dictionary of Greek